κατηφῶν

κατηφῶν
κατηφέω
to be downcast
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
κατηφής
with downcast eyes
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

  • κατηφών — one who causes grief masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνας — κατηφών one who causes grief masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνες — κατηφών one who causes grief masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνος — κατηφών one who causes grief masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”